αλλοχρωματισμός

αλλοχρωματισμός
ο
(ορυκτ.), η περίπτωση κατά την οποία ορυκτό άχρωμο ή λευκό παρουσιάζεται με λογής χρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • ετεροχρωματισμός — ο (ορυκτ.) βλ. αλλοχρωματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochromatism < hetero (πρβλ. ετερο * + chromation (πρβλ. χρωματισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”